ισοσκέλιση

ισοσκέλιση
η [ισοσκελίζω]
1. η ισότητα δύο σκελών
2. (για λογαριασμούς και προϋπολογισμούς) η εξίσωση εσόδων και εξόδων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ισοσκέλιση — η εξίσωση εσόδων και εξόδων: Ισοσκέλιση προϋπολογισμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ισοζύγιο — το 1. ισορροπία τού ζυγού, το να αχθούν δύο πράγματα στην ίδια στάθμη, στο ίδιο επίπεδο, σε αντιστοιχία, σε ισοσταθμία 2. μτφ. εξίσωση, ισοσκέλιση εσόδων και εξόδων («το ισοζύγιο τού κρατικού προϋπολογισμού» η ισοσκέλιση τών εσόδων και εξόδων τού …   Dictionary of Greek

  • προϋπολογισμός κρατικός — Το έγγραφο που καθορίζει το ύψος των εσόδων και των εξόδων του κράτους μέσα σε μία οικονομική χρήση και εγκρίνεται κατά διάφορες διαδικασίες στην κάθε χώρα. Ενώ είναι σωστό να μιλάμε για προβλέψεις σχετικά με τα έσοδα –που είναι αντικείμενο ενός… …   Dictionary of Greek

  • Καφαντάρης, Γεώργιος — (Φραγκίστα Ευρυτανίας 1873 – Αθήνα 1946). Πολιτικός. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, άσκησε το δικηγορικό επάγγελμα στο Μεσολόγγι και στο Καρπενήσι, ασχολήθηκε παράλληλα με οικονομικές μελέτες και πολιτεύτηκε πρώτη φορά το 1902, ενώ το… …   Dictionary of Greek

  • Ρίστ, Σαρλ — (Rist, Λοζάνη 1874 – Βερσαλλίες 1955). Γάλλος οικονομολόγος. Καθηγητής στα πανεπιστήμια του Μονπελιέ και του Παρισιού και υποδιοικητής της Τράπεζας της Γαλλίας, διακρίθηκε ως ένας από τους κορυφαίους υποτηρικτές των καθιερωμένων θεωριών που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”